- πενθημίγυον
- πενθημῐ-γῠον, τό,A two and a half γύαι, Tab.Heracl. 2.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθημίγυον — τὸ, Α μέτρο εκτάσεως ίσο με δυόμισυ γύες· [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμι + γύον / γύης] … Dictionary of Greek